κοινωνητικος

κοινωνητικος
    κοινωνητικός
    3
    Polyb. v. l. = κοινωνικός См. κοινωνικος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοινωνητικος" в других словарях:

  • κοινωνητικός — και δωρ. τ. κοινωνατικός, ή, όν (Α) [κοινωνώ] 1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός* 2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος β) ελευθέριος …   Dictionary of Greek

  • κοινωνητικός — social science masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνητικόν — κοινωνητικός social science masc acc sg κοινωνητικός social science neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνητικῆς — κοινωνητικός social science fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνατικός — κοινωνατικός, ή, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κοινωνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινωνητικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»